- ακεραιοσύνη
- ἀκεραιοσύνη, η (Α) [ἀκέραιος]η απλότητα, αθωότητα«ἐν ἀκεραιοσύνῃ περιπατοῡντες» (Επιστ. Βαρνάβα, Σούδα).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκεραιοσύνη — guilelessness fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκεραιοσύνῃ — ἀκεραιοσύνη guilelessness fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακέραιος — Ολόκληρος, πλήρης, ανέπαφος, σώος· ανόθευτος, άδολος, τίμιος. (Μαθημ.) Α. αριθμός. Οι α. θετικοί ή φυσικοί αριθμοί αποτελούν ένα από τα θεμέλια της μαθηματικής επιστήμης και πρέπει να θεωρούνται προμαθηματικές έννοιες που έχουν αποκτηθεί από… … Dictionary of Greek
ՄԻԱՄՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0268 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 12c գ. ἁκεραιότης, ἁκεραιοσύνη, ἀπλότης , ἁφελότης sinceritas, simplicitas, integritas εὑγνωμοσύνη gratus animus ὀμόνοια concordia. Միամիտն գոլ (ըստ ամենայն նշ). պարզմտութիւն.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)